εποφθαλμιώ

εποφθαλμιώ
(-άς, -άκτλ.), εποφθαλμιούσα, έχω στο μάτι, επιδιώκω να αποκτήσω κάτι, επιζητώ, υποβλέπω (εύχρηστο μόνο στον ενεστ., πρτ. και εξακολουθητικό μέλλοντα).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εποφθαλμιώ — βλ. πίν. 60 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εποφθαλμιώ — (AM ἐποφθαλμιῶ, άω) 1. ρίχνω βλέμματα γεμάτα επιθυμία σε κάτι θέλοντας να τό αποκτήσω 2. φθονώ, επιθυμώ να αποκτήσω κάτι που δεν μού ανήκει. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οφθαλμιώ «επιθυμώ σφοδρώς» (< οφθαλμός)] …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • επιθυμώ — (AM ἐπιθυμῶ, έω) έχω την επιθυμία, ορέγομαι να αποκτήσω ή να κάνω κάτι, θέλω νεοελλ. έχω την αξίωση, δίνω την εντολή, απαιτώ μσν. νεοελλ. ποθώ ερωτικά μσν. 1. εύχομαι να γίνει κάτι 2. μού αρέσει κάτι 3. στερούμαι κάτι 4. εποφθαλμιώ κάτι 5. (η μτχ …   Dictionary of Greek

  • εποφθαλμία — ἐποφθαλμία, ἡ (Μ) [εποφθαλμιώ] φθόνος …   Dictionary of Greek

  • εποφθαλμίζω — ἐποφθαλμίζω (AM) εποφθαλμιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *οφθαλμίζω, αμάρτυρος τ. (< οφθαλμός)] …   Dictionary of Greek

  • εποφθαλμώ — ἐποφθαλμῶ, έω (Α) εποφθαλμιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *οφθαλμώ, αμάρτυρος τ. (< οφθαλμός)] …   Dictionary of Greek

  • καρτερώ — (I) και ποιητ. τ. ακαρτερώ, άω και έω (AM καρτερῶ, έω) [καρτερός] 1. περιμένω, αναμένω (α. «σέ καρτερούσα όλο το απόγευμα» β. «οὐ καρτερῶ μέχρι θαλάμων ἐλθεῑν», Σέξτ. Εμπ.) 2. υπομένω με γενναιότητα, υποφέρω με υπομονή (α. «Κι ακαρτέρει κι… …   Dictionary of Greek

  • κοιλοφθαλμιώ — κοιλοφθαλμιῶ, άω (Α) [κοιλόφθαλμος] έχω κοίλα, βαθουλωτά μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλόφθαλμος (αντί κοιλοφθαλμώ) με επίδραση άλλων ρηματικών συνθέτων τού οφθαλμός (πρβλ. εποφθαλμιώ, ψωροφθαλμιώ)] …   Dictionary of Greek

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”