εποφθαλμιώ — βλ. πίν. 60 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εποφθαλμιώ — (AM ἐποφθαλμιῶ, άω) 1. ρίχνω βλέμματα γεμάτα επιθυμία σε κάτι θέλοντας να τό αποκτήσω 2. φθονώ, επιθυμώ να αποκτήσω κάτι που δεν μού ανήκει. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οφθαλμιώ «επιθυμώ σφοδρώς» (< οφθαλμός)] … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
επιθυμώ — (AM ἐπιθυμῶ, έω) έχω την επιθυμία, ορέγομαι να αποκτήσω ή να κάνω κάτι, θέλω νεοελλ. έχω την αξίωση, δίνω την εντολή, απαιτώ μσν. νεοελλ. ποθώ ερωτικά μσν. 1. εύχομαι να γίνει κάτι 2. μού αρέσει κάτι 3. στερούμαι κάτι 4. εποφθαλμιώ κάτι 5. (η μτχ … Dictionary of Greek
εποφθαλμία — ἐποφθαλμία, ἡ (Μ) [εποφθαλμιώ] φθόνος … Dictionary of Greek
εποφθαλμίζω — ἐποφθαλμίζω (AM) εποφθαλμιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *οφθαλμίζω, αμάρτυρος τ. (< οφθαλμός)] … Dictionary of Greek
εποφθαλμώ — ἐποφθαλμῶ, έω (Α) εποφθαλμιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *οφθαλμώ, αμάρτυρος τ. (< οφθαλμός)] … Dictionary of Greek
καρτερώ — (I) και ποιητ. τ. ακαρτερώ, άω και έω (AM καρτερῶ, έω) [καρτερός] 1. περιμένω, αναμένω (α. «σέ καρτερούσα όλο το απόγευμα» β. «οὐ καρτερῶ μέχρι θαλάμων ἐλθεῑν», Σέξτ. Εμπ.) 2. υπομένω με γενναιότητα, υποφέρω με υπομονή (α. «Κι ακαρτέρει κι… … Dictionary of Greek
κοιλοφθαλμιώ — κοιλοφθαλμιῶ, άω (Α) [κοιλόφθαλμος] έχω κοίλα, βαθουλωτά μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλόφθαλμος (αντί κοιλοφθαλμώ) με επίδραση άλλων ρηματικών συνθέτων τού οφθαλμός (πρβλ. εποφθαλμιώ, ψωροφθαλμιώ)] … Dictionary of Greek
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek